Για μια Ρωσσο-Ελληνική Συμμαχία

Πρωτεύουσες καρτέλες

Η Ελλάδα, με το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και το τέλος του Εμφυλίου, πέρασε στην σφαίρα επιρροής της δυτικής κυρίαρχης δύναμης, των Η.Π.Α. Καλώς ή κακώς, έτσι έγινε.Ωστόσο, μάλλον είναι καιρός να υπάρξει μια κριτική από την ελληνική ηγετική ελίτ στο κατά πόσο πλέον η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει αυστηρά εντεταγμένη-υποταγμένη στο ευρωατλαντικό πλαίσιο θεσμών και, συγκεκριμένα, στο ΝΑΤΟ. Το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε φάση ριζικής ανασύνθεσης από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και την πρώιμη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Από τότε που τα ηνία της εξουσίας ανέλαβε στην Ρωσσική Ομοσπονδία ο Βλ. Πούτιν, αυτή μπήκε σε τροχιά ταχείας αναβάθμισης του διεθνούς της ρόλου. Αυτό, φυσικά, οφείλεται κατά βάσιν στην γεωγραφία της και δεν πρέπει να αποδίδεται σε στενά ανθρωποκεντρικά κριτήρια, δηλαδή, αποκλειστικά και μόνο, στις επιθυμίες ενός ατόμου, όσο χαρισματικού και αν αυτό είναι. Η εφιαλτική, για τον (πρώην) σοβιετικό λαό, περίοδος διακυβέρνησης Γιέλτσιν δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί επί μακρόν στην χώρα αυτή. Ακόμα και αν δεν υπήρχε ο Πούτιν, πάλι ένας "Πούτιν" θα ερχόταν στην κεφαλή του ρωσσικού κράτους (οι "ψυχολογίστικες" αναλύσεις που συνηθίζουν να κάνουν "διεθνολογούντες" δημοσιογράφοι - ή και κάποιοι "δημοσιογραφούντες" διεθνολόγοι - είναι το λιγότερο, ανεπαρκείς για μια προσπάθεια σοβαρής ανάλυσης της διεθνούς πραγματικότητας, καθώς αγνοούν επιδεικτικά τις γεωγραφικές παραμέτρους μιας δύναμης που σε βάθος είναι οι σπουδαιότερες σε αξία ) . Η Ρωσσία έχει αρχίσει να σχηματίζει ένα πλανητικό δίκτυο συνεργασιών και συμμαχιών, με διάφορες χώρες, σε ζητήματα χαμηλής και υψηλής πολιτικής. Εντούτοις, αυτές καλύπτονται από θεσμικές "ταμπέλες" μόνο σε ό,τι αφορά όμορες χώρες ( τέως Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες και Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ), λ.χ., Συλλογικό Σύμφωνο Ασφαλείας, Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η περίπτωση της Βενεζουέλας του Τσάβες και της Λιβύης, τελευταία, δεν είναι επίσης σημαντικές. Βραχυπρόθεσμα, για την Ελλάδα, ακόμα και αν το επιθυμούσε, δεν διαφαίνεται άμεση δυνατότητα συμμετοχής της σε κάποιον επίσημο, θεσμοθετημένο, φορέα εντός του οποίου θα αναπτυσσόταν μια ρωσσο-ελληνική συμμαχία. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να αποθαρρύνει στο να σχηματιστεί μέσα σε ένα πλαίσιο διμερών επαφών, θέτοντας έτσι μελλοντικές βάσεις και για μια επισημοποίησή της σε μια ιδανικότερη περίοδο. Η αμερικάνικη πολιτική στα Βαλκάνια, κατά τα πρώτα έτη της μεταψυχροπολεμικής εποχής, έφεραν μεγάλο αιματοκύλισμα στην περιοχή, μολονότι σαν "ηθικός αυτουργός" αυτού του γεγονότος δικαιούται να θεωρηθεί η Γερμανία. Θεωρείται ότι η αγγλοσαξωνική υπερδύναμη παρενέβη στρατιωτικά στην περιοχή, με απροθυμία στην αρχή, για να καλύψουν το λεγόμενο "κενό ασφαλείας" που αδυνατούσε να καλύψει η Γερμανία στην οποία ανήκε η πρωτοβουλία διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας, μια Γερμανία που πίστεψε ότι είχε φτάσει ο καιρός να επανακτήσει την επιρροή της στην Μεσευρώπη. Ο όρος "κενό ασφαλείας" είναι, εν πολλοίς, κενού περιεχομένου, εν προκειμένω. Αν και δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι σκέφτονταν οι πρωτοστάτες για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης στην περιοχή από τις Η.Π.Α., ανατρέχοντας στο "Δημοκρατικά Ιδεώδη" του βρεταννού γεωπολιτικού Μακίντερ, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι συνιστά στην αγγλοσαξωνική δύναμη της εποχής να έχει υπό έλεγχο την νοητή λωρίδα γης που αποτελεί ο χώρος ανατολικότερα της Γερμανίας και δυτικότερα της Ρωσσίας, ξεκινώντας από τον φινλανδικό βορρά μέχρι τον ελληνικό νότο. Και πώς θα γινόταν να επιτευχθεί αυτό; Τεμαχίζοντάς την σε όσο δυνατόν περισσότερα μικρά και αδυνάμα κράτη, τοις τύποις μόνον "κυρίαρχα και ανεξάρτητα". Η ελληνική ηγεσία οφείλει να έχει πάντοτε υπόψη της το μέλλον της χώρας, πέραν των μικροπολιτικών της συμφερόντων.Η ένταξη τής Ελλάδας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς δεν διασφαλίζει επουδενί μεσοπρόθεσμα την εδαφική, και όχι μόνον, ακεραιότητα της χώρας από μια αποφασισμένη Αμερική που θα θελήσει να αναπτύξει περαιτέρω μια μακιντερικής έμπνευσης στρατηγική. Η θρακική περιφέρεια της χώρας αποτελεί ένα εύστοχο παράδειγμα μιας πιθανής τέτοιας κίνησης στην οποία θα συνεργήσει άμεσα η Τουρκία. Δεν πρέπει, συν τοις άλλοις, να υποτιμάται και ο αλβανικός παράγοντας που έχει αποκτήσει μια τέτοια δυναμική στα δυτικά Βαλκάνια,που, αν η Αμερική επιτρέψει, για τον ίδιο λόγο, να δημιουργηθεί θέμα ανακίνησης "απελευθέρωσης της Τσαμουριάς" τότε, δεν αποκλείεται να βρεθεί το ελληνικό κράτος προ δυσάρεστων εξελίξεων για την ομαλή επιβίωσή του.

 

Η ελληνική συμμετοχή στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εξαιρετικά αμφίβολη για την ουσιαστική διασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων του ελληνικού έθνους-κράτους, ειδικότερα σε στιγμές κρίσεως.

Καταρχήν, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ότι η Ε.Ε. δεν αποτελεί πραγματικό παίκτη του διεθνούς συστήματος. Κάθε αναφορά σε "δράση της Ε.Ε." αφορά, είτε πρωτοβουλίες του Ηνωμένου Βασιλείου, είτε της Γαλλίας ή/και Γερμανίας, αμφότερες θωρούμενες ως "γαλλογερμανικός άξονας", λόγω της σε μεγάλο βαθμό κοινότητας δράσης τις.

Με τις πρωτοβουλίες του Η.Β. συντάσσονται, κυρίως, οι χώρες της, κατά Ντ.Ράμσφελντ, "Νέας Ευρώπης". Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτό ως "ατλαντι-στι-κή Ευρώπη", τον δε γαλλο-γερμανικό άξονα ως "ηπειρωτική Ευρώπη".

Το σημαντικότερο τελευταίο γεγονός που σημάδεψε την Ε.Ε. ως ανίκανη να χρησιμοποιήσει μέσα "σκληρής ισχύος" για ένα κοινό σκοπό, με αποτέλεσμα τον έντονο διχασμό της, ήταν η αμερικανοκίνητη εκστρατεία για την "Ιρακινή Ελευθερία", το 2003.

Αυτό καταδεικνύει, όμως, και κάτι άλλο. Την ισχνή βούληση Γαλλίας-Γερμανίας να κάνουν χρήση σκληρής ισχύος σε βάρος των αγγλοσαξωνικών επιλογών, όταν οι τελευταίες αποφασίσουν να παρεμβούν δραστικά υπέρ των συμφερόντων τους.

Όσο η ηπειρωτική Ευρώπη των Φραγκο-Τευτόνων δεν προχωρά την πολιτική εμβάθυνση της Ε.Ε., με στόχο την δημιουργία ενός μεγάλου ομοσπονδιακού ευρω-κράτους, στο οποίο, βέβαια, θα πρέπει να επιλέξει να μετέχει και η Ελλάδα, μέχρι τότε αυτή δεν γίνεται να υπολογίζει σε μια στρατιωτική κάλυψη των συμφερόντων της από τις χώρες πυρήνα της Ε.Ε.