AKHAND BHARAT. ΜΕΙΖΟΝΑ ΙΝΔΙΑ

Πρωτεύουσες καρτέλες

Ο Αλεξάντερ Ντούγκιν διερευνά τις στρατηγικές αλλαγές και τα ιδεολογικά θεμέλια της εξελισσόμενης γεωπολιτικής στάσης της Ινδίας, αναλογιζόμενος τον αντίκτυπο που αυτό έχει στα συμφέροντα της Ρωσίας και την παγκόσμια πολυπολικότητα.
Προς έκπληξη πολλών, η Ινδία διαθέτει σήμερα την ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στον κόσμο. Το 2023, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 8,4%. Μέχρι το 2027, προβλέπεται να γίνει η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως. Εάν συνεχιστεί αυτή η τάση, η Ινδία ενδέχεται να ξεπεράσει τις ΗΠΑ και ακόμη και την Κίνα κατά τη δεκαετία του 2030.

Η Ινδία κατέχει επίσης ηγετική θέση στα δημογραφικά στοιχεία και στον τομέα της πληροφορικής. Η ινδική διασπορά ελέγχει πλέον ένα σημαντικό τμήμα της Silicon Valley, ενώ πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ο Ρίσι Σουνάκ, ο οποίος είναι εθνοτικά Ινδός, αν και με φιλελεύθερες-παγκοσμιοποιητικές απόψεις. Είναι ενδιαφέρον ότι ένας εξέχων συντηρητικός πολιτικός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ένας ένθερμος υποστηρικτής του Τραμπ, ινδικής καταγωγής, ο Vivek Ramaswamy, αποτελεί τον πλήρη ιδεολογικό αντίποδα του Sunak. Σε κάθε περίπτωση, οι Ινδοί προοδεύουν.

Γινόμαστε μάρτυρες ενός εντελώς νέου φαινομένου - της ανάδυσης ενός νέου παγκόσμιου κέντρου, μπροστά στα μάτια μας. Η Ινδία οφείλει αυτές τις επιτυχίες σε μεγάλο βαθμό σε μια νέα στροφή στην πολιτική που συνέπεσε με την άνοδο στην εξουσία του συντηρητικού κόμματος Bharatiya Janata. Πράγματι, η σύγχρονη Ινδία θεμελιώθηκε κατά τη διάρκεια της αποαποικιοποίησης από ένα διαφορετικό κόμμα, το αριστερό και προοδευτικό Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο. Φυσικά, η υψηλότερη αξία για τους Ινδούς μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας ήταν η απελευθέρωση από τις επιπτώσεις της αποικιοκρατίας, ωστόσο η Ινδία παρέμεινε μέλος της μετα-αποικιακής Κοινοπολιτείας των Εθνών, όπου κυριαρχούσε η Βρετανία, και προσκολλήθηκε σταθερά στη δημοκρατία που εισήγαγαν οι Βρετανοί. Επιπλέον, υπερηφανευόταν ακόμη και για το γεγονός ότι ήταν "η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο". Το Κογκρέσο ήταν ικανοποιημένο που η χώρα είχε επιτύχει την πολιτική ανεξαρτησία από τους πρώην κυβερνήτες της, αλλά συμφώνησε να μιμηθεί το κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό παράδειγμα της Δύσης.

Για πρώτη φορά, το μονοπώλιο του Κογκρέσου στην εξουσία της Ινδίας αμφισβητήθηκε από τη νίκη ενός εναλλακτικού δεξιού-συντηρητικού κόμματος - του Κόμματος Bharatiya Janata (BJP) - στις εκλογές του 1996 για την κάτω βουλή του κοινοβουλίου (Lok Sabha). Το κόμμα αυτό ιδρύθηκε με βάση το εξαιρετικά συντηρητικό κίνημα Rashtriya Swayamsevak Sangh το 1980.

Το 2014, ο Ναρέντρα Μόντι έγινε πρωθυπουργός μέσω αυτού του κόμματος και έκτοτε κατέχει τη θέση αυτή. Σύμφωνα με τους αναλυτές, ο Μόντι έχει κάθε λόγο να διατηρήσει τη θέση του μετά τις εκλογές του 2024, οι οποίες ξεκινούν στις 19 Απριλίου και ολοκληρώνονται την 1η Ιουνίου.

Η διακυβέρνηση του κόμματος Bharatiya Janata και το προσωπικό πολιτικό χάρισμα του Μόντι έχουν αλλάξει ριζικά την Ινδία. Είναι ενδιαφέρον ότι το επίσημο όνομα της Ινδίας υπό τον Μόντι άλλαξε στην σανσκριτική του εκδοχή - Bharat. Αυτό αντικατοπτρίζει ότι ο Μόντι στηρίζεται σε μια εντελώς διαφορετική ιδεολογία από εκείνη του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου.

Αρχικά, στον αγώνα της Ινδίας για την ανεξαρτησία από τους Βρετανούς, υπήρχαν δύο βασικές προσεγγίσεις: η μία ήταν ήπια και ειρηνιστική, που ενσαρκωνόταν από τον Μαχάτμα Γκάντι, ο οποίος υποστήριζε τη μη βίαιη αντίσταση˙ η άλλη ήταν πιο μαχητική και ασυμβίβαστη, που εκπροσωπούνταν από προσωπικότητες όπως ο Ινδός παραδοσιοκράτης Bal Gangadhar Tilak, ο ιδρυτής του Rashtriya Swayamsevak Sangh, Keshav Hedgewar, και ο εθνικιστής Vinayak Savarkar.

Καθώς οι Βρετανοί αποχωρούσαν από τη χώρα, εμπιστεύτηκαν με άνεση την εξουσία της Ινδίας στο Κογκρέσο (έχοντας προηγουμένως αποκόψει αρκετά εδάφη που κατοικούνταν από μουσουλμάνους - το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές - καθώς και τη Σρι Λάνκα, το Μπουτάν και το Νεπάλ), πιστεύοντας ότι το κόμμα αυτό θα διατηρούσε την Ινδία εντός της αγγλοσαξονικής σφαίρας επιρροής και θα την οδηγούσε στον δρόμο του εκσυγχρονισμού και του δυτικισμού (με περιφερειακές ιδιαιτερότητες), διατηρώντας έτσι κάποια μορφή αποικιοκρατικού ελέγχου.

Αντίθετα, οι κύριοι αντίπαλοι του Κογκρέσου είχαν πιστέψει από την αρχή του αγώνα για την ανεξαρτησία ότι η Ινδία δεν ήταν απλώς μια χώρα ή μια πρώην αποικία, αλλά η επικράτεια ενός ισχυρού και ξεχωριστού πολιτισμού. Σήμερα, αναφερόμαστε σε αυτή την έννοια ως "κράτος-πολιτισμός". Η ιδέα αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Kanaiyalal Munshi και έγινε γνωστή ως Akhand Bharat, "Αδιαίρετη Ινδία" ή "Μεγάλη Ινδία".

Το 2022, ο Ναρέντρα Μόντι δήλωσε ότι ο κύριος στόχος είναι η "αποαποικιοποίηση του ινδικού πνεύματος". Μπροστά μας αναδύεται μια Ινδία που ελάχιστα γνωρίσαμε - μια δεξιά συντηρητική Ινδία, ένα κράτος με βεδικό πολιτισμό και μια Μεγάλη Ινδία στο δρόμο προς την απόλυτη κυριαρχία.

Βεβαίως, ένας επιφανειακός παρατηρητής θα μπορούσε να διαπιστώσει μια αντίφαση: Η Ινδία ευθυγραμμίζεται γεωπολιτικά περισσότερο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, εμπλέκεται σε μια κλιμακούμενη συνοριακή σύγκρουση με την Κίνα (εξ ου και η συμμετοχή της Ινδίας σε διάφορα περιφερειακά αντι-κινεζικά μπλοκ, όπως το QUAD), και οι σχέσεις με τον ισλαμικό κόσμο εντείνονται - τόσο στο εσωτερικό της Ινδίας όσο και προς το Πακιστάν. Αν οι Ινδοί παραδοσιοκράτες ασχολούνται με την "αποαποικιοποίηση του ινδικού πνεύματος" και την καταπολέμηση του δυτικού υλικού πολιτισμού, τι κοινό έχουν με τις ΗΠΑ;

Για να επιλύσει κανείς αυτή την ασάφεια, θα μπορούσε να ανατρέξει στην ιστορία της σύγχρονης ανόδου της Κίνας. Εκπρόσωποι του Αμερικανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (CFR), ιδίως ο Χένρι Κίσινγκερ στα τέλη της δεκαετίας του 1970, πρότειναν στην Κίνα μια διμερή εταιρική σχέση απέναντι στην ΕΣΣΔ, με στόχο την τελική διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ. Η Κίνα, υπό τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, επωφελήθηκε από αυτό και μετατράπηκε σταδιακά επί σαράντα χρόνια από οικονομικός πελάτης των ΗΠΑ σε ισχυρό ανεξάρτητο πόλο, με τον οποίο οι ΗΠΑ ανταγωνίζονται σήμερα και, ουσιαστικά, εμπλέκονται σε εμπορικό πόλεμο. Η κλιμάκωση των ζητημάτων γύρω από την Ταϊβάν υποδηλώνει ότι αυτή η αντιπαράθεση μπορεί σύντομα να εισέλθει σε μια οξυμένη φάση.

Τώρα, οι ίδιες παγκοσμιοποιητικές δυνάμεις στη Δύση αποφάσισαν να υποστηρίξουν την Ινδία - αυτή τη φορά εναντίον της Κίνας. Ο Μόντι, λαμβάνοντας υπόψη την κινεζική εμπειρία, υιοθέτησε αυτή τη στρατηγική. Αλλά όπως ακριβώς η Κίνα χρησιμοποίησε την παγκοσμιοποίηση για τους σκοπούς της, ενισχύοντας αντί να χάσει την κυριαρχία της, έτσι σκοπεύει να δράσει και η Μεγάλη Ινδία. Αρχικά, λαμβάνοντας υπόψη τις αντικειμενικές πραγματικότητες της διεθνούς πολιτικής, να αυξήσει την ισχύ της, να αυξήσει την ευημερία του τεράστιου πληθυσμού της, να επεκτείνει τον όγκο της εγχώριας αγοράς, τη στρατιωτική ισχύ και το τεχνολογικό δυναμικό της και στη συνέχεια, την κατάλληλη στιγμή, να αναδειχθεί ως ένας πλήρως ανεξάρτητος και κυρίαρχος πόλος.

Οι παγκοσμιοποιητές κατανοούν καλύτερα αυτή τη στρατηγική. Για παράδειγμα, ο Τζορτζ Σόρος και το Open Society Foundation του - το οποίο απαγορεύεται στη Ρωσική Ομοσπονδία και στοχεύει ανοιχτά στην καταπολέμηση της παράδοσης, της κυριαρχίας και των ανεξάρτητων πολιτισμών και κοινωνιών - έχουν κηρύξει τον πόλεμο στον Ναρέντρα Μόντι και το κόμμα Bharatiya Janata. Με τον τρόπο αυτό, ο Σόρος όχι μόνο υποστήριξε το αντιπολιτευόμενο Κογκρέσο, αλλά και υποδαύλισε ενεργά τις κοινωνικές και εθνοτικές διαμάχες στην Ινδία, καλώντας συγκεκριμένα τους Ντάλιτ (μια ευρέως διαδεδομένη κάστα των ανέγγιχτων) να ξεσηκωθούν εναντίον του Μόντι. Αυτό αντιπροσωπεύει μια άλλη εκδοχή της "έγχρωμης επανάστασης" που ενορχηστρώνουν οι παγκοσμιοποιητές.

Η Ρωσία πρέπει να αναγνωρίσει τις θεμελιώδεις αλλαγές που συμβαίνουν στην Ινδία. Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική χώρα από εκείνη με την οποία είχαμε αρκετά στενές σχέσεις κατά τη σοβιετική περίοδο. Ναι, οι Ινδοί εξακολουθούν να βλέπουν τους Ρώσους με μεγάλη στοργή και νοσταλγία. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τους αριστερούς στο Κογκρέσο (όπου, παρεμπιπτόντως, υπό την επιρροή του Σόρος, οι φωνές ρωσοφοβίας γίνονται όλο και πιο δυνατές) αλλά και για τους δεξιούς παραδοσιακούς. Σε αυτή την περίπτωση, ο βασικός παράγοντας δεν είναι η αδράνεια αλλά η σαφής κατανόηση ότι η ίδια η Ρωσία δηλώνει ότι είναι κράτος-πολιτισμός, ότι είναι μια σημαντική δύναμη στην οικοδόμηση ενός πολυπολικού κόσμου και ότι αυτή τη στιγμή υφίσταται επίσης το δικό της είδος "αποαποικιοποίησης της συνείδησης". Αν η Ινδία έχει ορισμένα συγκρουσιακά ζητήματα -ιδιαίτερα στις παραμεθόριες περιοχές- με την Κίνα, ένα άλλο κράτος-πολιτισμό και έναν άλλο πόλο του πολυπολικού κόσμου, δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο με τη Ρωσία, ακόμη και μακροπρόθεσμα.

Τούτου λεχθέντος, δεν θα πρέπει επ' ουδενί να πλησιάσουμε την Ινδία θυσιάζοντας τη στενή στρατηγική μας εταιρική σχέση με την Κίνα. Αντιθέτως, μας ενδιαφέρει ζωτικά η διευθέτηση των σχέσεων μεταξύ αυτών των δύο μεγάλων δυνάμεων, διότι αν ξεσπάσει σύγκρουση μεταξύ τους (όπως πράγματι πιέζει η Δύση), οι προοπτικές για έναν πολυπολικό κόσμο θα καθυστερήσουν επ' αόριστον. Η Ρωσία υπερασπίζεται τώρα τις παραδοσιακές της αξίες. Έτσι, θα πρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα όλους εκείνους που ορθώνουν το ανάστημά τους για να υπερασπιστούν τις δικές τους.

Τότε η ενεργειακή εταιρική σχέση, τα στρατηγικά σχέδια για τον διάδρομο μεταφορών Βορρά-Νότου, οι διαδικασίες ευρασιατικής ολοκλήρωσης, η συνεργασία στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας (με την Ινδία να είναι σήμερα ένας από τους παγκόσμιους ηγέτες στην πληροφορική) και ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα αποκτήσουν μια νέα ιδεολογική διάσταση: οι παραδοσιοκράτες, που ενδιαφέρονται για την πολιτισμική κυριαρχία και για την αναχαίτιση της επέκτασης της δυτικής ηγεμονίας, θα κατανοήσουν ο ένας τον άλλον πολύ καλύτερα.

Μετάφραση: Οικονόμου Δημήτριος