Σε ό,τι αφορά τον Ευρασιανισμό ως Πολιτικό Κίνημα - ειδικά δε ως Κίνημα Αντίστασης εντός των χωρών εκτός του άμεσου Ευρασιατικού Γεωπολιτικού Μεγάλου Χώρου και κυρίως εντός των χωρών που τελούν υπό την άμεση Ευρώ-Ατλαντική κυριαρχία - υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της Ευρασιατικής γεωκρατικής Σκέψης, της πολιτισμικής ταυτότητας ως καθοριστικής του γεωπολιτικού στρατοπέδου, με την σκέψη του Γκράμσι, του πολιτιστικού εποικοδομήματος ως καθοριστικού των πολιτικών σχέσεων, ο Ευρασιανισμός ως ένας γεωπολιτικός Γκραμσισμός, και της υπαρξιακής γεωπολιτικής του Κάρλο Τερρατσιάνο.
Η Τέταρτη Πολιτική Θεωρία, μετά την αναγνώριση των δομών που περιγράφονται προκαταρκτικά, θα μπορούσε να γίνει πιο συστηματική και λεπτομερής εξετάζοντας ορισμένα θεμελιωδώς σημαντικά δόγματα, σχολές και μορφές για την πολιτική φιλοσοφία. Για παράδειγμα, ας εξετάσουμε τον Χέγκελ.
"Οι σημειώσεις που ακολουθούν συσχετίζονται με μια ευρύτερη συζήτηση μόνο στη ρωσική γλώσσα στην εκπομπή του Dr. Dugin "Dugin's Directive", που προορίζεται για το ρωσικό κοινό. Τα αποτελέσματα μπορεί να οδηγήσουν σε κάποια σύγχυση μεταξύ των αγγλόφωνων αναγνωστών καθώς και όσων παρακολουθούν τα γεγονότα στην Ουκρανία.
Το Ιράν δεν είναι απλώς μια χώρα και οι Ιρανοί δεν είναι απλώς ένας λαός. Είναι ο μεγαλύτερος πολιτισμός της αρχαιότητας και της νεωτερικότητας, που παίζει τεράστιο, ενίοτε πρωταγωνιστικό ρόλο στον πολυδιάστατο διάλογο των πολιτισμών, ο οποίος αποτελεί την ουσία της ιστορίας του κόσμου. Το Ιράν είναι μια ασιατική χώρα, και ο λαός του, η ιστορία του είναι μέρος του πολιτισμού της Ασίας.
Η 4ΠΘ, καθώς και το σχέδιο της Νέας Δεξιάς του Alain de Benoist για την Ευρώπη, βασίζονται στην ιδέα του τίμιου και ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ των ανθρώπων.
Η Τέταρτη Πολιτική Θεωρία (και ο Ευρασιανισμός ως γεωπολιτικό - γεωπολιτισμικό πεδίο εφαρμογής της) δεν αποτελεί άλλη μία ιδεολογία, ούτε κάποια ιδεολογική σύνθεση πάνω στις υπάρχουσες ιδεολογίες της Νεωτερικότητας, όπως για παράδειγμα ο Εθνικομπολσεβικισμός. Κάτι τέτοιο θα υπονοούσε ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ακόμα υποκειμενικότητα του νεωτερικού ορθολογισμού. Η Τέταρτη Πολιτική Θεωρία αποτελεί μία ευρύτερη πολιτική θέση-έκφραση που ανήκει σε μία βαθύτερη στοιβάδα της πολιτικής φιλοσοφίας, όπως ο καθηγητής Ντούγκιν το περιέγραψε πολύ παραστατικά στο βιβλίο «Πολιτικός Πλατωνισμός». Είναι μία θεωρία που με επιστημονικά κριτήρια και μεθοδολογία, περιγράφει, πρωτίστως, με κοινωνιολογικούς και φιλοσοφικούς όρους την πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπ' όψιν όλες τις πτυχές της ιστορίας του ανθρώπινου πνεύματος και στη συνέχεια προτείνει τον τρόπο προσαρμογής σε αυτήν ή την αποφυγή των δυσμενών συνθηκών που επέφεραν οι νεωτερικοί αιώνες του ψυχρού ορθολογισμού (ρασιοναλισμού) και εμπειρισμού που συσκότισαν τον Ορθό Λόγο. Με λίγα λόγια δεν αποτελεί κάποιο ιδεολογικό δόγμα και γι' αυτό το λόγο είναι ουσιωδώς πλουραλιστική.
Σήμερα κρίνεται η μοίρα της ανθρωπότητας. Η μονοπολική αρχιτεκτονική του κόσμου δίνει τη θέση της σε ένα νέο εναλλακτικό μοντέλο παγκόσμιας τάξης. Συνήθως αναφέρεται ως "πολυπολικότητα". Η αναγνώριση μιας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης δηλώνεται ρητά σε επίσημα έγγραφα και στρατηγικές δηλώσεις χωρών όπως η Κίνα, η Ρωσία, το Ιράν, η Συρία, η Βόρεια Κορέα, το Βιετνάμ, η Κούβα, η Βενεζουέλα, η Νικαράγουα. Η Ινδία, καθώς και πολλές ισλαμικές χώρες - το Πακιστάν, η Τουρκία, η Αίγυπτος και, πιο πρόσφατα, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα - τείνουν όλο και περισσότερο να κάνουν το ίδιο. Η πολυπολικότητα υποστηρίζεται με ενθουσιασμό από τις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής.
Τέταρτη πολιτική θεωρία και η κριτική του εθνικισμού Ίσως λίγοι έχουν παρατηρήσει ότι η Τέταρτη Πολιτική Θεωρία δίνει τη μεγαλύτερη προσοχή στην κριτική του εθνικισμού. Το πιο εντυπωσιακό είναι η κριτική του φιλελευθερισμού και η απόρριψη του μαρξιστικού δόγματος, αλλά εξίσου αναγκαία και θεμελιώδης είναι η ριζική απόρριψη όχι μόνο του εθνικισμού, αλλά και του έθνους (στμ nation όχι ethnos).
Η πιο σημαντική πτυχή της Θεωρίας του Πολυπολικού Κόσμου (ΘΠΚ) είναι η έννοια της αντι-ηγεμονίας, όπως διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της Κριτικής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων (ΔΣ). Κατά τη μετάβαση από την Κριτική Θεωρία στη Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου[i], την έννοια αυτή διατρέχει επίσης μια ιδιαίτερη αίσθηση μετασχηματισμού, η οποία θα πρέπει να εξεταστεί λεπτομερέστερα. Για να καταστεί δυνατή μια τέτοια ανάλυση, θα πρέπει πρώτα να υπενθυμίσουμε τις βασικές θέσεις της θεωρίας της ηγεμονίας στο πλαίσιο της Κριτικής Θεωρίας.
Σήμερα είναι η μέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και όλων των Ασωμάτων Δυνάμεων σήμερα είναι μια μέρα πνευματικού πολέμου του φωτός εναντίον του σκότους.Σήμερα είναι η μέρα μας η μέρα της ένωσης μας με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ.Κάθε χριστιανός την ώρα που αποδέχεται το βάπτισμα μπαίνει στο στρατό του Χριστού που οδηγεί τη μάχη εναντίον των εχθρών του, του διαβόλου και των ορδών του και διακηρύσοντας το σύμβολο της πίστεως υποσχόμαστε πίστη στο Χριστό. Ότι θα είμαστε στο πλευρό του όποιο κι αν είναι το κόστος βάσανα και χαρές,νίκες και λύπες. Καλύτερα να χάσουμε με τον Χριστό παρά να κερδίσουμε μαζί με τον Αντίχριστο.Αυτός είναι ο νόμος της πίστης μας της εκκλησίας μας αυτός ειναι ο στρατός μας.
Although the concept of hegemony in Critical Theory is based on Antonio Gramsci’s theory, it is necessary to distinguish this concept’s position on Gramscianism and neo-Gramscianism from how it is understood in the realist and neo-realist schools of IR.
The classical realists use the term “hegemony” in a relative sense and understand it as the “actual and substantial superiority of the potential power of any state over the potential of another one, often neighboring countries.” Hegemony might be understood as a regional phenomenon, as the determination of whether one or another political entity is considered a “hegemon” depends on scale. Thucydides introduced the term itself when he spoke of Athens and Sparta as the hegemons of the Peloponnesian War, and classical realism employs this term in the same way to this day. Such an understanding of hegemony can be described as “strategic” or “relative.”
In neo-realism, “hegemony” is understood in a global (structural) context. The main difference from classical realism lies in that “hegemony” cannot be regarded as a regional phenomenon. It is always a global one. The neorealism of K. Waltz, for example, insists that the balance of two hegemons (in a bipolar world) is the optimal structure of power balance on a world scale[ii]. R. Gilpin believes that hegemony can be combined only with unipolarity, i.e., it is possible for only a single hegemon to exist, this function today being played by the USA.
In both cases, the realists comprehend hegemony as a means of potential correlation between the potentials of different state powers.
Gramsci's understanding of hegemony is completely different and finds itself in a completely opposite theoretical field. To avoid the misuse of this term in IR, and especially in the TMW, it is necessary to pay attention to Gramsci’s political theory, the context of which is regarded as a major priority in Critical Theory and TMW. Moreover, such an analysis will allows us to more clearly see the conceptual gap between Critical Theory and TMW.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζεται, εδώ και δεκαετίες, με έναν τρόπο που μοιάζει με τους ντετερμινιστικούς νόμους της φυσικής του Νεύτωνα. Όμως, στα ανθρώπινα συστήματα, στην ιστορία γενικότερα, δεν υπάρχουν νευτώνειες δομές (πλέον και οι ίδιες οι φυσικές επιστήμες ξεπέρασαν τη νευτώνεια επιστημολογία). Στην ιστορία, η ανθρώπινη προθετικότητα αναμετράται με αναγκαιότητες και συνθήκες, προκειμένου ο λόγος του οποίου είναι φορέας η εκάστοτε ανθρώπινη κοινότητα να δημιουργήσει κόσμο, κόσμο που να αντανακλά και να εκφράζει ένα σύστημα αξιών και σημασιών, αντί ο άνθρωπος να γίνει υποτελής «αναγκαιοτήτων». Αυτή η ουσιωδώς δυναμική παρείσφρηση της ανθρώπινης προθετικότητας μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, η οποία διαρρηγνύει την ιστορική συνέχεια και μετατρέπει τον φυσικό χρόνο σε χρόνο ανθρώπινο (ιστορικό), είναι το υπόβαθρο αυτού που καλούμε πολιτισμό και οντολογικό προνόμιο του ανθρωπίνου είδους.
Ως πολιτισμένοι άνθρωποι λοιπόν, δηλαδή στον βαθμό που είμαστε όντως άνθρωποι και όντως πολιτισμένοι, δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε καμιά ιστορική συνθήκη ως αδήριτη αναγκαιότητα, δεν πρέπει να υποβιβαζόμαστε σε αντικειμενικώς προσδιορίσιμες είτε προσδιοριστέες οντότητες, ούτε πρέπει να λησμονούμε είτε να αποκρύπτουμε ότι οποιοσδήποτε θεσμός είναι δημιούργημα ανθρωπίνων κοινοτήτων και αντανακλά τις αξίες και τις σκοπιμότητες των δημιουργών του. Συνεπώς, κάθε θεσμός πρέπει να υπόκειται σε ελεύθερη και μεθοδική διερεύνηση, αξιολόγηση και επαναξιολόγηση.
Πίσω από αυτόν υπάρχουν οι élites. Από τη μια πλευρά είναι το στρατόπεδο με τα “γεράκια” τύπου Rogozine και από την άλλη των “φιλελεύθερων πατριωτών” . Οι μεν είναι υπέρ ενός πολέμου και εκφράζουν την άποψη της σύγκρουσης με τη Δύση, αγνοώντας τις κυρώσεις και οι άλλοι είναι αυτοί που υπερασπίζονται την άποψη των συμβιβασμών εις βάρος των εθνικών συμφερόντων. Για τους τελευταίους η φιλία με τη Δύση είναι πολύ σημαντική διότι εκεί βρίσκεται όλο τους το χρήμα. Κάποιοι τους αποκαλούν “πραγματιστές”.
Στην σύγχρονη δύση υπάρχει μία κυρίαρχη ιδεολογία – ο φιλελευθερισμός. Έχει πολλούς τύπος, εκδόσεις και μορφές, πολλές σκιές, αλλά η ουσία είναι πάντα η ίδια. Ο λιμπεραλισμός έχει στην εσωτερική του βασική δομή τις ακόλουθες αξιωματικές αρχές.
Ανθρωπολογικός ατομικισμός (Το άτομο είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων)
Προοδευτισμός ( ο κόσμος οδηγείται προς ένα καλύτερο μέρος, το παρελθόν είναι πάντα χειρότερο από το παρόν)
τεχνοκρατία (Η τεχνική ανάπτυξη και η αποτελεσματική απόδοση θεωρούνται ως ο πιο σημαντικός τρόπος για να κρίνεται η φύση της κοινωνίας)
Ευρωκεντρισμός (οι Ευρω-αμερικάνικες κοινωνίες γίνονται δεκτές ως το μέτρο σύγκρισης για την υπόλοιπη ανθρωπότητα)
Η οικονομία είναι το πεπρωμένο (Η ελεύθερη οικονομία είναι το μόνο φυσιολογικό οικονομικό σύστημα – όλοι οι υπόλοιποι τύποι πρέπει να μετασχηματιστούν ή να καταστραφούν)
Η Δημοκρατία είναι η εξουσία των μειονοτητων (που υπερασπίζονται τους εαυτούς τους κατά των πλειοψηφιών που έχουν πάντα τάση να εκφυλίζονται σε ολοκληρωτισμό και “λαϊκισμό”)
Η μεσαία τάξη είναι ο μόνος υπαρκτός κοινωνικός ρόλος και το παγκόσμιο μέτρο (ανεξαρτήτων του γεγονότος εάν το πρόσωπο έχει ήδη φτάσει αυτό το status ή είναι στο δρόμο του να μετατραπεί σε πραγματική μεσαία τάξη, ή αντιπροσωπεύει για ένα λεπτό αυτόν που θέλει να είναι μεσάια τάξη.
Μία λέξη, παγκοσμιοποίηση (οι ανθρώπινες υπάρξει είναι βασικά οι ίδιες με μόνο μία διαφοροποίηση – την ατομική τους – ο κόσμος θα πρέπει να ενσωματωθεί στην βάση του ατομικισμού, κοσμοπολιτισμού, η παγκόσμια ιθαγένεια.
Η Διπλωματία της Πίστης (Faith-Based Diplomacy) ως αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης αποτελεί ένα καινούργιο πεδίο της διπλωματίας, το οποίο γεννήθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα μέσα από ερευνητικά ιδρύματα των ΗΠΑ τα οποία μελέτησαν μεθοδικώς τη διαλεκτική μεταξύ θρησκείας και πολιτικής και την ιδιαιτερότητα των συγκρούσεων στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει η διαφορά πολιτιστικών και ειδικώς θρησκευτικών ταυτοτήτων μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών. Η διπλωματία της πίστης είναι εγκεντρισμένη στην έννοια του θείου. Στο πλαίσιο της διπλωματίας της πίστης, το όραμα που κατευθύνει την πολιτική πράξη, οι θεμελιώδεις υποθέσεις που γίνονται σχετικά με τη φύση του ανθρώπου και της πολιτικής τάξης και οι κανόνες που διέπουν την πολιτική συμπεριφορά αναλύονται ως συνέπειες του τρόπου με τον οποίο η εκάστοτε ανθρώπινη κοινότητα κατανοεί τη φύση και τη δράση του θείου.
Η θρησκεία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη δόμηση της ταυτότητας των ανθρώπων και δίδει νόημα στις ζωές των ανθρώπων. Εξ ου και η θρησκεία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την ατομική πρόοδο και ψυχική υγεία των ανθρώπων, εφόσον επηρεάζει το εννοιολογικό και συμβολικό σύμπαν, τα αρχέτυπα και τις αξίες των ανθρώπων. Ο Ζμπίγκνιεβ Μπρζεζίνσκι (Zbigniew Brzezinski), σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ, έγραψε στο βιβλίο του Εκτός Ελέγχου (OutofControl, Εκδ. Collier Books, 1993, σελ. 131) τα εξής σχετικά με τη θρησκεία ως παράγοντα της ευρωπαϊκής ενότητας και βεβαίως ταυτότητας: «Παρ’ ότι η επίδραση της θρησκείας επί της ευρωπαϊκής κουλτούρας έχει σε μεγάλη έκταση εξασθενίσει, και η Ευρώπη σήμερα –και ακόμη περισσότερο η Αμερική– είναι ουσιαστικά μια εκκοσμικευμένη κοινωνία, η επίδραση της κοινής Χριστιανικής παράδοσης παραμένει. Προσδίδει στην Ευρώπη τα υποστυλώματα ενός κοινού ηθικού συστήματος και συγχρόνως εφοδιάζει την ευρωπαϊκή κουλτούρα με μια οικουμενική φιλοσοφική απήχηση».
Στις μέρες μας, γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής στον δημόσιο λόγο η μαξιμαλιστική ρητορική περί ενός “νέου εμφυλίου πολέμου”. Η απειλή αυτή κρούει την θύρα για διάφορους λόγους: το Μνημόνιο, η ξένη κατοχή, η φτώχεια και η ανέχεια η πόλωση στην πολιτική ή και η άνοδος των άκρων. Κάποιοι, συνηθισμένοι στην γνωστή εδώ και πολλές δεκαετίες νεοελληνική μεμψιμοιρία τονίζουν τα “αδιέξοδα” στα οποία κι έχει έρθει ο ελληνικός λαός ή τμήματά του τα τελευταία χρόνια απότομα. Κάποιοι άλλοι χρόνια προβλήματα που απλά επιδεινώθηκαν εν μέσω κρίσης όπως η έλλειψη παιδείας, η αποτυχία δημιουργίας ενός λειτουργικού κοινοβουλευτικού συστήματος, η αποτυχία της ελληνικής κοινωνίας να εκσυγχρονιστεί. Όλοι όμως επικεντρώνονται γύρω από “ντισκούρσους” σχετικά με την απώλεια της υπερηφάνειας (είτε εθνικής είτε ατομικής, είτε και τα δύο), την αύξηση της ανασφάλειας και την αδυναμία εκ μέρους του συστήματος να προσφέρει οράματα ή την υπόσχεση για την πραγματοποίηση οραμάτων και επιθυμιών, κυρίως προς τους νέους ανθρώπους. Τί είναι πραγματικά όμως ένας εμφύλιος; Ποια τα αίτια κι οι αφορμές που τον προκαλούν; Ποια και πόσα τα υποκείμενα που “παίζουν” σ' ένα τέτοιο παιχνίδι;
Σύντομο σχόλιο: Στη διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, Ο καθηγητής Ντούγκιν εξέφρασε τις απόψεις του για τη διεθνή πολιτική και το Ευρασιατικό του όραμα στο σύγχρονοκόσμο. Απορρίπτοντας τις βασικές θέσεις των τριών κύριων θεωριών Διεθνών Σχέσεων (ρεαλισμός, νεοφιλελευθερισμός, νεο-μαρξισμός), παρουσίασε το όραμά του για έναν πολυπολικό κόσμο, μια νέα διεθνή τάξη (τον τέταρτο Νόμο της Γης) βασισμένηστην εμφάνιση πολλών πόλων που αντιστοιχούν στους μεγάλους πολιτισμούς που υπάρχουν στην ανθρωπότητα. Μετά από ένα χρονικό διάστημα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κατά το οποίο πολλοί δυτικοί μελετητές προέβλεψαν τον ερχομό ενός μονοπολικού διεθνούς συστήματος που θα βασίζονταν στην κυριαρχία της αμερικανικής ηγεμονίας και την παγκόσμια εξάπλωση του φιλελεύθερου καπιταλισμού (μια εξέλιξη που υποστηρίζονταν για διαφορετικούς λόγους τόσο από το νεο- μαρξιστική όσο και από τη νεο-φιλελεύθερη θεωρία), μια νέα περίοδος ξεκίνησε στη δεκαετία του 2000, όταν κατέστη σαφές ότι οι προβλέψεις στις οποίες μια τέτοια εξέλιξη θα βασιζόταν (κυρίως η διαρκής παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και η διάσπαση ορισμένων μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων, όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Ινδία ως αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης των οικονομικών ολιγαρχιών τους στον πλούσιο Βορρά) αποδείχθηκαν λανθασμένες.
Στο Α’ Μέρος αυτής της έρευνας, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο του προηγούμενου Σαββατοκύριακου της εφημερίδας μας, αφενός εξηγήσαμε το ποιες είναι οι τρεις μεγάλες ιδεολογίες (φιλελευθερισμός, κομμουνισμός, φασισμός), αφετέρου επισημάναμε ότι η παγκόσμια φιλελεύθερη ολιγαρχία κατόρθωσε να νικήσει τις άλλες δύο ιδεολογίες και σήμερα εγκαθιδρύει τη δική της παγκόσμια αυτοκρατορία. Η φιλελεύθερη ολιγαρχία αποδεικνύεται περισσότερο επικίνδυνη από τη δεύτερη ιδεολογία (κομμουνισμός) και από την τρίτη ιδεολογία (φασισμός). Μάλιστα η φιλελεύθερη ολιγαρχία διαχειρίζεται διάφορα περιθωριακά φασιστικά και κομμουνιστικά μορφώματα για να έχει να επικαλείται έναν τεχνητό πλέον σήμερα «εχθρό», όποτε χρειάζεται έναν τέτοιο, προς αποπροσανατολισμό των μαζών. Αποκρύπτει βεβαίως η φιλελεύθερη ολιγαρχία ότι ο γνήσιος φασισμός, ένας αληθινός φασιστικός φασισμός, καθώς και τα μαρξιστικά ιδεώδη περί χειραφέτησης του ανθρώπου είναι ουσιαστικώς απόντα από την πολιτική αρένα. Αντ’ αυτών, υπάρχουν μόνο εκφυλισμένες φασιστικές οργανώσεις, στις οποίες κυριαρχούν προβοκάτορες και παρακρατικοί, και εκυφιλισμένες κομμουνιστικές οργανώσεις, οι οποίες, στην ουσία τους, είναι συστημικά πλοκάμια και γραφειοκρατικές δομές διαχείρισης συνειδήσεων.
Το τέλος του 20ού αιώνα και η αρχή του 21ου αιώνα αποτελούν μια περίοδο ιστορικού τέλους των μεγάλων κλασσικών πολιτικών ιδεολογιών. Τα τελευταία 200 χρόνια, σε πολιτικό επίπεδο, η ανθρωπότητα ασχολήθηκε κυρίως με τρεις μεγάλες ιδεολογίες.
Η ιδεολογία που γεννήθηκε πρώτη από τις τρεις και σήμερα βιώνει υπαρξιακή αγωνία είναι ο φιλελευθερισμός. Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε ότι ο φιλελευθερισμός δεν είναι απλώς το οικονομικό μοντέλο της αγοράς του Άνταμ Σμιθ, αλλά μια ολοκληρωμένη ιδεολογία, που περιλαμβάνει στάσεις, αντιλήψεις και αξίες για ολόκληρο το φάσμα της ζωής του ανθρώπου. Αυτό το τονίζουμε εξ αρχής διότι υπάρχουν ορισμένοι φιλελευθέροι που, ακολουθώντας την παράδοση των φυσιοκρατών, προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο φιλελευθερισμός δεν είναι μια ιδεολογία αλλά είναι ένα φυσικό δεδομένο και ότι οι νόμοι της φιλελεύθερης οικονομίας χαρακτηρίζονται από την αναγκαιότητα που έχει ο νόμος της βαρύτητας. Όμως η αλήθεια είναι ότι ο φιλελευθερισμός δεν είναι ένα φυσικό δεδομένο, αλλά είναι μια ιδεολογική κατασκευή, η οποία μάλιστα, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, έχει υποστεί σημαντικές ιστορικές μεταλλάξεις.
Η νομιμοποίηση των γάμων των ομοφυλοφίλων, η επαναστατική πράξη απελπισίας του Ντομινίκ Βενέρ (Dominique Venner), ο οποίος αυτοκτόνησε στον καθεδρικό ναό της Notre Dame στο Παρίσι, η τραπεζοκρατορία της Ευρωζώνης και της FED, η νεοφιλελεύθερη «ορθοδοξία», καθώς και ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία έχουν ένα κοινό στοιχείο μεταξύ τους: σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να δούμε τα σημεία του αυτοκαταστροφικού συμπλέγματος που κατατρώγει τη Δύση. Η «Παρακμή της Δύσης», την οποία, περίπου εκατό χρόνια πριν, προέβλεψε και περιέγραψε ο Γερμανός ιστορικός και φιλόσοφος Όσβαλντ Σπένγκλερ (OswaldSpengler) στο ομώνυμο βιβλίο του (Der Untergang des Abendlandes) έχει πλέον φθάσει σε τέτοιο βάθος ώστε η Δύση αρνείται τις ίδιες τις δικές της πολιτιστικές και ιστορικές καταβολές καθώς και την ίδια τη διαδικασία βιολογικής αναπαραγωγής της.
Στον σημερινό κόσμο η εντύπωση μεγαλώνει ότι η πολιτική έχει τελειώσει – τουλάχιστον η πολιτική που ξέραμε μέχρι τώρα. Ο φιλελευθερισμός πολέμησε πεισματικά τους πολιτικούς του αντιπάλους, που πρόσφεραν εναλλακτικές συνταγές – με τον συντηρητισμό, την παραδοσιοκρατία, τον φασισμό, τον σοσιαλισμό και τον κομουνισμό – και τελικά στο τέλος του 20ου αιώνα τους νίκησε όλους. Θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι ενώ η πολιτική γινόταν Φιλελεύθερη και όλοι οι αντίπαλοι του Φιλελευθερισμού είχαν αποκοπεί στην περιφέρεια , ότι, θα ξεκινούσαν να ξανασκέφτονται στρατηγικές για να οργανώσουν ένα νέο μέτωπο : την περιφέρεια ενάντια στο κέντρο (Alain de Benoist). Όμως στις αρχές του 21ου αιώνα όλα ακολούθησαν ένα διαφορετικό σενάριο.